βώτριδα

βώτριδα
η
έντομο που τρώει τα υφάσματα, σκόρος, σαράκι: Το καλοκαίρι προφυλάσσουμε τα μάλλινα ρούχα από τη βώτριδα, χρησιμοποιώντας διάφορα φυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βώτριδα — η ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. βώτριδα < *βρώτιδα < αρχ. *βρώτις < βιβρώσκω* (πρβλ. βρωτήρ «σκόρος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”